Saturday, July 20, 2019

Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ στήν κόλαση ( Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης )


Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βαριές, εἶναι πολύ ἐλαφριές, ἀνακουφίζουν, δροσίζουν καί δημιουργοῦν καί φτιάχνουν μακαριότητα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας δέν ζήτησε πολλά πράγματα. Καί στή Δευτέρα Παρουσία δέν θά πεῖ «γιατί δέν ἀσκητεύσατε…». Ὄχι. Θά πεῖ «γιατί δέν ἐλεήσατε, γιατί δέν θρέψατε, γιατί δέν ντύσατε, γιατί δέν ἀνακουφίσατε τό φυλακισμένο». Τί εἶναι αὐτά; Ἔργα ἀγάπης. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ μέ ἀγαπάει; Αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου. Ἐκεῖνος πού δέ μέ ἀγαπάει δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου». Μέ τόν ἔλεγχο πού ἔκανε στούς ἐξ ἀριστερῶν, ἤθελε νά τούς πεῖ, ὅτι «ἐσεῖς δέν εἴχατε ἀγάπη καί ἐφόσον δέν εἴχατε ἀγάπη, δέν μπορεῖτε νά μπεῖτε στό νυμφώνα τῆς ἀγάπης». Ὁ νυμφώνας τῆς ἀγάπης κερδίζεται μόνο μέ τήν ἀγάπη καί τή θυσία. Γι’ αὐτό θά πρέπει, μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, νά περάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν. Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση. Ποιός εἶναι ὁ φαρδύς δρόμος; Ἡ ξένοιαστη κοσμική ζωή, καί ὅταν περνοῦν οἱ μέρες μας ἄδειες…

Δέν πρέπει νά μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος καί νά προσπαθήσουμε, κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, νά καθαρίσουμε τό ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου πού εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, ὁ νοῦς μας. Ἄν τό μέσα τοῦ ποτηρίου, λέει, τό κάνεις, ἄνθρωπε, καθαρό καί τό ἔξωθεν θά εἶναι καθαρό. Ὑποκριτά, μήν κάνεις τό ἔξω, καί τό μέσα τό ἀφήνεις ἀκάθαρτο. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα φανερά. Τούς ἀνθρώπους θά τούς ξεγελάσουμε, θά δείξουμε ἄλλο πρόσωπο, ἀλλά τά μέσα μας εἶναι γνωστά στό Θεό. Νά φροντίσουμε μέσα μας νά τακτοποιηθοῦμε, ν’ ἀλλάξουμε. Τό χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τόν γεμίσουμε μέ καλά ἔργα, μέ καλές σκέψεις, μέ ἁγνά αἰσθήματα.

Νά μήν καθόμαστε καί ἀσχολούμαστε μέ ἀργολογίες, νά μήν ἀσχολούμαστε μέ συζητήσεις ἄκαιρες καί βλαβερές. Ν’ ἀπαλλάξουμε τή γλώσσα μας ἀπό τό νά κρίνουμε τούς ἀνθρώπους, τόν ἀδελφό μας, τόν πλησίον μας. Ὄχι, ὄχι μήν τό κάνουμε αὐτό. Νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄν τόν καταδικάσουμε, θά τόν ἀπαλλάξουμε τῆς καταδίκης του Θεοῦ. Ἄν καταδικάσουμε, θά καταδικαστοῦμε κι ἄν κρίνουμε, θά κριθοῦμε, καί μέ ὅποια μεζούρα μετρήσουμε θά μᾶς μετρήσει ὁ Θεός.

Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει δέν ξαναγυρνάει. Ὁ διάβολος μᾶς κερδίζει χρόνο, μᾶς ἀπασχολεῖ μέ πράγματα γήινα καί πρόσκαιρα προκειμένου νά μᾶς κερδίσει τό χρόνο νά μήν τόν ἔχουμε, ὥστε νά μήν προσφέρουμε περισσότερα στό Θεό καί στήν ψυχή μας. Ἄς προσέξουμε ὅσο μποροῦμε νά εἴμαστε ἐν ἐγρηγόρσει, νά γρηγοροῦμε στό μυαλό, στήν καρδιά, νά μήν ἀφήνουμε σκέψεις, νά μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά μολύνεται. [...] Πόσες φορές ἄν θά ἐλέγξουμε τή συνείδησή μας, θά δοῦμε ὅτι δέν προσέχουμε. Ἑπομένως δημιουργοῦμε σκάνδαλο. Αὐτές τίς ἁμαρτίες δέν τίς γνωρίζουμε. Νά τίς ἐξαγορευθοῦμε καί νά σβήσουν.

Γι’ αὐτό θά τά προσέχουμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός, δέν εἶναι παιχνίδι. Ἐάν κανείς ἀπό μᾶς ἔχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, ἄν κινδύνεψε ἀπό ἀσθένεια, εἶδε πόσο φοβερό εἶναι. Βλέπετε πῶς δακρύζει ὁ ἄνθρωπος ἤ καί κλαίει καί τρέχουν τά μάτια του κατά τήν ὥρα τήν ἐπιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ὅτι ἔρχονται οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ἔρχονται τά δαιμόνια ν’ ἁρπάξουν τήν ψυχή. Κι ἡ ψυχή τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στόν ἐλάχιστο ἄνεμο.

Λέει τό τροπάριο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας: «οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή χωριζομένη τοῦ σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Πρός τούς ἀγγέλους τά ὄμματα τρέπουσα ἄπρακτα καθικετεύει, πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα». Λέει, στρέφει τά μάτια στούς ἀγγέλους δέν παίρνει τίποτα. Γιατί οἱ ἄγγελοι λένε «κατά τά ἔργα σου ἀλληλούια». Θά σέ βοηθήσουμε, ἀλλά ἔπρεπε νά βοηθήσεις κι ἐσύ μέ τά ἔργα σου. Σηκώνει τά χέρια πρός τούς ἀνθρώπους, βοηθῆστε με. Κι ἐκεῖνοι λένε: τί νά σέ βοηθήσουμε, τόν ἑαυτό μας δέν μποροῦμε νά βοηθήσουμε, ἐσένα θά βοηθήσουμε; Καί τότε βάζει μυαλό ὁ κάθε ἄνθρωπος. Τί μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἐκείνη τήν ὥρα, ἀφοῦ ξεψυχάει;

Αὐτή τή μελέτη, αὐτή τήν ἀλήθεια, αὐτή τήν πραγματικότητα τήν ὁποία βλέπουμε νά τήν ζεῖ κάθε δικός μας ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπό τή ζωή, γιατί δέ μᾶς γίνεται μάθημα νά τακτοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας τώρα, ὥστε ὅταν ἔρθει αὐτή ἡ περίπτωση, ἡ ὥρα, νά εἴμαστε ἕτοιμοι; Ναί μέν θά πικραθοῦμε, ὁ θάνατος εἶναι ἀπό φύσεως σκληρός καί πικρός, ἀλλά ὅταν ἡ συνείδηση δέν μᾶς καταμαρτυρεῖ, βάλσαμο ἔρχεται στήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἐλπίζει, τῆς γίνεται μία αἴσθηση ὅτι κάτι θά γίνει. Γι’ αὐτό λοιπόν, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ φοβερή ὥρα, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ πρώτη κρίση τῆς ψυχῆς ἀπό τή μεγάλη κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἄς ἑτοιμαστοῦμε, ἄς προσέξουμε, ἄς βιαστοῦμε τώρα, ὄχι αὔριο καί μεθαύριο. Ἀπό σήμερα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή, μέσα στήν ψυχή μας μετάνοια κι ἐπιστροφή στό Θεό. Κι ὅταν ὁ Θεός δεῖ αὐτή τήν καλή διάθεση ἀπό μέρους μας, θά μᾶς βοηθήσει. Καί αὐτή τή μικρή διάθεση θά τήν κάνει μεγάλη, ὥστε νά ἐπιτελεστεῖ αὐτή ἡ μεγάλη σωτηρία τῶν ψυχῶν μας.



Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)

Our life on earth is temporary ( Elder Ephraim - Arizona )


The older I grow, the more I perceive the instability and the vanity of earthly things. Oh, why do we trouble ourselves in vain? Our life is short—dust, ashes, a dream—and in a little while, we shall taste corruption. 
Today you have your health, and tomorrow you lose it; today you are laughing, and tomorrow you are sullen. Now your eyes are shedding tears from an abundance of joy, and soon they will be shedding tears from pain and grief; today the economy is stable, and tomorrow misfortune strikes; today you receive good news, and in a little while bad news replaces it.

The years roll by and pass, and day by day each one of us draws closer and closer to the end of his life. Our precious time rolls by and disappears before our eyes, without our realizing, of course, what is escaping us unnoticed. For if the little child knew the worth of gold, he would not prefer to have a cheap candy instead. Doesn’t this also hold true for people, and above all me?

Man comes into the light of this world crying, he passes his life in weeping and sorrows, and he leaves the world in tears and pain. O vanity of vanities! The dream vanishes, and man awakens into the reality of the true life. No one notices how this vain life flows by—the years pass, the months roll by, the hours disappear, the moments slip by imperceptibly, and then without any warning, the
telegram comes: “Put your house in order, for you will die;you will live no longer” (Isa. 38:1).
Wise is the merchant who realized the deceit of this temporal life, became wise, and sent his merchandise to heaven before the fair of life ended, in order to find it there in the treasuries of the heavenly city of God with accrued interest and
dividends. Blessed is that wise man, for he will live the painless and blessed life unto the ages of ages.

Now that the sun is shining and the day casts its sweet light upon us, let us walk quickly along the road of our correction, before the night of the future afterlife overtakes us, at which time we shall no longer be able to walk. “Behold, now is the accepted time; behold, now is the day of salvation” (2 Cor. 6:2), cries the Apostle Paul in his immortal words.

Elder Ephraim - Arizona