Έχομεν ανάγκην πολλής προσοχής, να προσέχωμεν τους εαυτούς μας και να φοβούμεθα τον Θεόν. Ο φόβος είναι φως, είναι λυχνάρι, αρχή σοφίας φόβος Κυρίου. Και πριν της αγάπης του Χριστού ο φόβος, και όταν η αγάπη του Χριστού έλθη, πάλιν ο φόβος να συγκεράζεται μετά της αγάπης, διότι η αγάπη ημπορεί να οδηγήση τον άνθρωπον εις ελευθερίαν, και έτσι να ξεφύγη πάλι από την ορθήν αγάπην, ο φόβος είναι το φρένο που συγκρατεί τον άνθρωπον.
Όταν ίδωμεν μέσα μας φθόνον, ζήλειαν, κατάκρισιν, μεμψιμοιρίαν και ό,τι άλλο υπάρχει του διαβόλου, να γνωρίζωμεν, ότι δεν έχομεν καθαράν καρδίαν. Εάν είχαμεν καθαράν καρδίαν και να μας έβριζαν και να μας εχλεύαζαν, δεν θα εσκανδαλιζόμεθα. Το ότι σκανδαλιζόμεθα, το ότι πειραζόμεθα, το ότι πικραινόμεθα, δεικνύει το ότι η καρδία μας δεν είναι καθαρά. Μας λείπει η ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη τον άνθρωπον τον κάνει ανεκτικόν, μακρόθυμον, υπομονετικόν. Όταν δεν έχωμεν υπομονήν, όταν δεν έχωμεν μακροθυμίαν, όταν δεν έχωμεν ανοχήν, όταν δεν υπομένωμεν, είναι χαρακτηριστικόν ότι μας λείπουν αι βασικώτεραι των αρετών, η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη, αι οποίαι μας οδηγούν πλησιέστερον προς τον σκοπόν και ο σκοπός είναι η καθαρότης.
Όταν δεν υπάρχη αγάπη πνευματική, γνησία και ταπεινοφροσύνη, τότε τον σκοπόν μας δεν τον έχομεν φθάσει. Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος πολυμάθειαν και μεγάλας γνώσεις δια να φθάση εις την καθαρότητα. Όταν σκέπτωμαι, ότι εθυσίασα τα πάντα δια να φθάσω εις αυτόν τον σκοπόν, δεν δικαιολογούμαι να δικαιώνω εαυτόν. Τον εαυτόν μας εάν δικαιολογώμεν, δεν είμεθα εντός του σκοπού. Μα πταίει ο άλλος, μα δεν πταίει, αυτό δεν είναι τόσον εξεταστέον, όσον εξεταστέον είναι, εάν πράγματι αγαπώ τον αδελφόν μου, εάν δεν αισθάνωμαι βαρείαν την καρδίαν μου. Εγώ πταίω, εγώ πρέπει να αλλοιώσω την ψυχήν μου και να τον αγαπήσω, παρ’ ότι μέσα μου αισθάνομαι πικρίαν δι’ αυτόν, διότι κάποτε με ήλεγξε ή δεν σκέπτεται καλώς δι’ εμέ. Εάν μέσα μου έχω την εικόνα του, σκιεράν και κάπως πικράν, αυτό βαρύνει μόνον εμέ. Ημπορεί να είναι έτσι και εις την αλήθειαν ο αδελφός απέναντί μου, αυτό όμως δεν βοηθεί τον σκοπόν μου, όπως και εάν διάκειται ο αδελφός απέναντί μου είτε καλώς είτε κακώς, εγώ εάν θέλω να φθάσω εις τον σκοπόν και να ενωθώ με τον Θεόν, πρέπει να τον βλέπω διαφορετικόν. Δια τούτο οι Πατέρες ουδέποτε εδικαιολόγουν τους ανθρώπους, τους μοναχούς κυρίως, εάν είχαν κάτι δια κάποιον άνθρωπον. Ένας πατέρας επήγαινε να δικάση ή μάλλον να μηνύση ένα άλλον αδελφόν.
Πηγαίνει εις τον αββά Σισώη και του λέγει:
-- Πάτερ, πηγαίνω να καταγγείλω τον αδελφό μου, διότι μου έκανε το τάδε και το τάδε κακόν.
– Άφησέ τον, συγχώρεσέ τον.
-- Όχι απαντά, εάν τον συγχωρήσω θα μου το ξανακάνη, πρέπει να τιμωρηθή αυτός ο άνθρωπος.
-- Ε, καλά, παιδί μου, ας κάνωμεν μίαν προσευχήν, και κατόπιν πήγαινε.
Εγονάτησαν λοιπόν, και ήρχισε ο αββάς Σισώης: «Πάτερ ημών… και μην αφής τα οφειλήματα ημών ως και ημείς ουκ αφίεμεν τοις οφειλέταις…».
--Ουχ ούτως, πάτερ, λέγει, λάθος κάνεις.
-- Εφ’ όσον θέλεις εις τον κριτήν να υπάγης τον αδελφόν σου, έτσι να προσευχηθώμεν!
Τότε εκατάλαβε ο αδελφός το σφάλμα του, μετενόησε και δεν επήγε να καταγγείλη τον αδελφόν. Λοιπόν μία είναι η μεγάλη αλήθεια, ότι, όπως η καρδία μας διατίθεται δια τον αδελφόν, θα διατεθή και η καρδία του Θεού δι’ ημάς. Θέλεις ο Θεός να συγχωρήση τα σφάλματά σου; Θέλεις να σε αγαπήση εξ όλης της καρδίας Του; Και εσύ εξ όλης σου της καρδίας αγάπησον και συγχώρησον. Θέλεις ο Θεός να λησμονήση και να μην ενθυμήται τα σφάλματά σου; Το θέλω, το επιθυμώ, φωνάζει η ψυχή. Και εσύ εις ό,τι σου έπταισεν ο πλησίον ούτε να το σκέπτεσαι ούτε να το ενθυμήσαι. Αυτή είναι η τεραστία αλήθεια. Λοιπόν όποιος ξεφεύγει από αυτόν τον σκοπόν θα κάνη μεγάλα και πολλά λάθη εις την ζωήν του. Εάν εφαρμοσθούν τα ως άνω, τα οποία είναι πατερική σοφία, ο διάβολος δεν θα εξουσιάζη.
Ας προσέξωμεν όλοι μας να βιασθώμεν, ίνα μη χάσωμεν τον σκοπόν μας και αύριον μετανοήσωμεν σκληρά, πρέπει να τα προβλέπωμεν αυτά και να εργαζώμεθα, ωσάν να είναι η τελευταία ημέρα μας. Ένας είναι ο σκοπός μας, ο άνθρωπος να ίδη τον εαυτόν του, να ίδη την ενοχήν επάνω του, εις όλα τον εαυτόν του να ελέγχη, τον εαυτόν του να κατακρίνη, αυτόν να θεωρή υπαίτιον, αυτός να θεωρήται ένοχος, τον δε πλησίον να μη προσέχη είτε έτσι είναι είτε όχι.
Λέγουν οι πατέρες:
«Εάν θελήσωμεν να ειρηνεύσωμεν τους εαυτούς μας, προσπαθώντας να ειρηνεύσωμεν τους άλλους, ουδέποτε θα έχωμεν ειρήνην». Δηλαδή, εάν θέλωμεν να αποκομίσωμεν την ειρήνην από το να ειρηνεύσουν οι άλλοι, δεν ειρηνεύομεν. Άρα πρέπει ο άνθρωπος μόνος του να εύρη την ειρήνην, εσωτερικά.
«Ειρήνευσον σεαυτώ» λέγει ο αββάς Ισαάκ, «και ειρηνεύσει σοι ο ουρανός και η γη».
Όλα αυτά να τα τοποθετώμεν μέσα εις την καρδίαν μας ανεξίτηλα, διότι είναι ο πλούτος ο πνευματικός, που μας δίδουν τα ιερά Ευαγγέλια και τα πατερικά κείμενα, δια να σώσωμεν την ταλαίπωρον ψυχήν μας!
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεϊτης