Ο Άγιος Γέροντάς μου ακόμη ένα από τα πολλά παραδείγματα που μας έλεγε, για να μας τονώση γύρω από την υπακοή και την πίστι και την αγάπη προς το πρόσωπο του Γέροντος, είναι το εξής που συνέβη στα Κατουνάκια:
Ένας υποτακτικός αγαπούσε πολύ τον Γέροντά του, έκανε πολλή υπακοή. Κάποτε είχαν πάει στις Καρυές, ο Γέροντάς του αρρώστησε βαρειά εκεί, ήθελε να επιστρέψη στο κελλί τους. Ο υποτακτικός λοιπόν τον πήρε στους ώμους του και από το βουνό κορυφογραμμή, ώρες περπατώντας, τον έφερε στα Κατουνάκια όπου έμεναν. Αυτός ο μοναχός κατόπιν συνδέθηκε με μια συνοδεία εκεί επάνω στον Άγιο Βασίλειο, στην οποία οι πατέρες κοινωνούσαν χωρίς να νηστεύουν και ήθελε ν’ αφήση τον Γέροντά του και να πάη εκεί να μονάση. Μεγαλόσχημος ων ήθελε να φύγη από τον Γέροντά του και να πάη εκεί.
Ο Γέροντας του έλεγε:
-- Δεν θα πας.
Αυτός απαντούσε:
-- Όχι, εγώ θα πάω.
-- Παιδί μου, του ξαναέλεγε ο Γέροντας, μη πας, Πάσχα έρχεται, κάθησε εδώ να εορτάσωμε μαζί την Ανάστασιν…
-- Όχι, θα πάω, ξαναέλεγε.
Έχασε μια μέρα ο Γέροντας την υπομονή του και του λέγει: « άγγελος πονηρός να σε καταδιώξη». Την επομένη έβγαλε ένα μεγάλο σπυρί στη μύτη, άρχισε να πρήζεται. Τελικά κατέληξε εις τον πατέρα Αρτέμιον, τον πρακτικόν ιατρόν, που έκανε τον Γέροντα Ιωσήφ και εμένα καλά. Του έδειξε το σπυρί, αλλά δεν μπόρεσε να τον θεραπεύση…
Σε 3-4 ημέρες το πρήξιμο μεγάλωσε, έσπασε το σπυρί και έτρεχε πύον και πήγαινε προς τον θάνατο.
Του έλεγαν οι Πατέρες:
« Να συνδιαλλαγής με τον Γέροντά σου δια την αγάπη του Χριστού, να πάρης την ευλογία του μαζί σου, να σε συγχωρήση.»
« Όχι» έλεγε! Είχε αγριέψει σαν δαιμονισμένος! Στο τέλος όμως, όταν κόντευε να ξεψυχήση, κτυπούσε το στήθος και έλεγε τις λέξεις: « έχασα, έχασα, έχασα το παιχνίδι της σωτηρίας μου!!».
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεϊτης