Ὁ Γέροντας δέν μᾶς ἔκανε πολλές διδασκαλίες ἤ διαλέξεις περί Νοερᾶς προσευχῆς. Ὄχι ὅτι δέν μποροῦσε, ἀφοῦ ἦταν πραγματικός ἐπιστήμων τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος καί συνεχιστής τῆς Νηπτικῆς παραδόσεως, ἀλλά ἐπειδή ἦταν ἐπιφυλακτικός, γιά νά μήν φουσκώσῃ τά μυαλά μας μέ φαντασίες καταστάσεων πού δέν εἴχαμε φθάσει.
Ὀλιγόλογες λακωνικές συμβουλές μᾶς ἔδινε κατά τήν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπό τήν μορφή ὑποδείξεων περισσσότερον, μά ἦσαν πάντα μεστές ὠφελείας.
Ἡ στάσις του ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ». Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τόν νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! Ἡ ψυχή εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε:
«Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!»
Ἀλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θείας Παρουσίας. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φθάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ.
Τό πρῶτο πού ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφός προσετίθετο στή συνοδεία μας, σάν πρώτη νουθεσία, σάν πρώτη βία ἦταν: ἡ σιωπή καί ἡ εὐχή.
Παιδί μου, τήν εὐχή. Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς.
Ἤξερε αὐτός ὁ ἐμπειρότατος καθηγητής τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι ἐάν ὁ ἀρχάριος σιωπήσῃ καί ἀδολεσχήσῃ στήν εὐχή, θά βάλῃ καλή ἀρχή καί θά ἔχῃ πλούσιες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, διότι, τόνιζε:
«Ὀφείλει ὁ μοναχός εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὅ,τιδήποτε νά φωνάζῃ ἀδιαλείπτως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κατερχόμενο στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσῃ τόν δράκοντα, θά σώσῃ καί θά ζωοποιήσῃ τήν ψυχή. Νά ἐπιμένῃς, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιῇ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα».
Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε:
Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες. Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος. Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή, κι᾿ ἔτσι σιγά -σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».
Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε:
«Μόλις ἀνοίξετε τά μάτια, ἀμέσως τήν εὐχή. Μήν ἀφήσετε τό μυαλό σας νά πετάῃ ἐδῶ καί κεῖ καί χάνετε τήν ὧρα σας, πού εἶναι πολύτιμη γιά τήν εὐχή. Ὅταν ἔτσι βιάσετε τόν ἑαυτό σας, θά σας βοηθήσῃ κι᾿ ὁ Θεός νά γίνῃ μία ἁγία συνήθεια μέ τό ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχή νά παίρνη τήν πρώτη θέσι γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Στήν συνέχεια θά ἐργάζεσθε καί θά λέτε τήν εὐχή. Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, πού προφέρει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμι, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει».
Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κατάνυξι καί τόσα δάκρυα, πού δέν περιγράφονται. Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία. Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία –ἐν αἰσθήσει– τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα. Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του. Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ. Περιπολοῦσε στά οὐράνια. Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο. Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
«Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!
Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;
Πῶς τόν μεταποιεῖ;
Πῶς τόν ἀλλάζει;
Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»
Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας:
«Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»
Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους. Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!! Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:
Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.
Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία». Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.
Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;»
Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο. Οὕτω πως καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Κύριος, πού δίνει «εὐχήν τῷ εὐχομένῳ,» βλέποντας τήν καλή προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου, δίνει κατόπιν καί τά βραβεῖα.
Καί μετά, ἀπό τήν προφορική ἐπίκλησι, ἡ εὐχή γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στόν νοῦ καί τήν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρίς νά κάνῃ προσπάθεια. Σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο καί ἀμέσως ἀρxίζει ἡ εὐχή μόνη της!
Πρῶτα ἀρχίζει μέ τήν προσπάθεια νά τήν λέῃ προφορικά. Καί ἀφοῦ μέ τήν μπουλντόζα τῆς προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξῃ ὁ δρόμος, μετά περπατᾷ ἄνετα μέ τό αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορική ἐπίκλησις ἀνοίγει τόν δρόμο στό νοῦ καί ἡ εὐχή ἀρχίζει κατόπιν νά προφέρεται μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
Κι᾿ ἄν ἡ εὐχή προχωρῇ βαθύτερα καί προοδευτικότερα, κάτι πού ἀνήκει στούς κατ᾿ ἐξοχήν μεγάλους νηπτικούς Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλά κανονική λεωφόρος μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τό ὄνομα τοῦ Χριστῦ, τότε γίνεται τό μεγάλο πανηγύρι, μέ μεγάλα ὀφέλη, μέ μεγάλα πνευματικά πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ μοναχός τόν κεκρυμμένο μαργαρίτη, τόν πνευματικό θησαυρό καί μοιάζει μέ τόν σοφό ἔμπορο πού ἀντάλλαξε τά πάντα: περιουσίες, μόρφωσι, κοσμική δόξα, οἰκείους, πατρίδα καί τέλος ἀκόμα καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, γιά νά ἀγοράσῃ αὐτόν τόν κεκρύμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καί νά γίνῃ πάμπλουτος πνευματικά. Ἀλλά ξεκινάει ἀπό μικροπωλητής. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ προφορική ἐπίκλησις τῆς εὐχῆς.
Ἄμα δέν ἐπιμέναμε στήν προφορική εὐχή καί τήν σιωπή, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς μας θά γύριζε ὅλα τά σοκάκια καί θά ἔφερνε ὅλα τά σκουπίδια τῆς φαντασίας στήν καρδιά.
Ἄν δέν μᾶς ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾿ αὐτόν τόν μεγάλο Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θά διάβάζαμε. Καί ναί μέν οἱ ἀκολουθίες εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμες γιά τήν πνευματική ἀσθένειά μας, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δύναμι νά κατευνάσουν τά πάθη, ὅπως ἡ Νοερά προσευχή. Κι᾿ αὐτό γιά τρεῖς λόγους:
Πρῶτον, διότι μέ τήν Νοερά προσευχή ὁ νοῦς δέν περισπᾶται σέ πολλά λόγια ὅπως στίς ἀκολουθίες, ἀλλά συγκεντρώνεται μόνο σέ λίγες λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τήν εὐχή μέ περισσότερη ἄνεσι καί εἰσέρχεται μαζί της μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς.
Δεύτερον, διότι τήν εὐχούλα ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως μορφώσεως καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου, μπορεῖ νά τήν λέγῃ. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νά ξέρῃς οὔτε τό τυπικό οὔτε μουσική. Ἔτσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾿ ὅλους.
Καί τρίτον, διότι τήν εὐχή μπορεῖς νά τήν λές ὅλη μέρα καί ὁπουδήποτε. Δέν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἤ κατάστασις, κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά προσευχηθῇς. Μά στήν ἐκκλησία εἶσαι, μά στό κελλί σου εἶσαι, μά στήν δουλειά εἶσαι, μά στόν δρόμο εἶσαι, μά στό νοσοκομεῖο εἶσαι, μά στήν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπό τίποτα δέν ἐμποδίζεται, τά πάντα ἁγιάζει καί τά δαιμόνια τήν φοβοῦνται.
Συνέβη τό ἀκόλουθο γεγονός πού ἐνίσχυσε μέσα μου τήν πίστι στήν δύναμι καί τήν ἀξία τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος. Καθώς δουλεύαμε μαζί, τόν δίδαξα νά λέῃ τήν εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιά νά ἀποφύγω τήν ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενής νά λέῃ τήν εὐχούλα. Καί πάνω πού ἄρχισε νά τήν λέῃ τόν ἔπιασε τό δαιμόνιο καί φώναζε:
-Πήγαινε στόν Ἑσπερινό, ἄσε τό κομποσχοίνιιιιι!
Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε πώς μέ τήν εὐχούλα μιλοῦμε δυναμικά μέ τόν Θεό. Βέβαια, κανείς δέν πρέπει νά πολυδίνῃ σημασία στά λόγια τῶν δαιμόνων, καί τοῦτο διότι οἱ δαίμονες εἶναι ψεῦτες καί ἀνθρωποκτόνοι καί σπανίως λένε κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μέ τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερό πώς τά δαιμόνια δέν συμπαθοῦν καθόλου νά προφέρεται μέ ζέσι καρδιᾶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λάτρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.
Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου. Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή. Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε. Τοῦ λέω:
Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή.
Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου! Λέγε την. Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.
Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ. Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ. «Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή. Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου. Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία. Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;
Νά 'ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.
Δέν παθαίνεις τίποτε!
Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ εὐχή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»! Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:
«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω».
Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:
«Κρατᾶτε τήν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτή θά σᾶς σώσῃ. Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».
Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας.
Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας: νά μᾶς σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον».
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: "Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης" – Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου.
Ὀλιγόλογες λακωνικές συμβουλές μᾶς ἔδινε κατά τήν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπό τήν μορφή ὑποδείξεων περισσσότερον, μά ἦσαν πάντα μεστές ὠφελείας.
Ἡ στάσις του ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ». Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τόν νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! Ἡ ψυχή εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε:
«Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!»
Ἀλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θείας Παρουσίας. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φθάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ.
Τό πρῶτο πού ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφός προσετίθετο στή συνοδεία μας, σάν πρώτη νουθεσία, σάν πρώτη βία ἦταν: ἡ σιωπή καί ἡ εὐχή.
Παιδί μου, τήν εὐχή. Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς.
Ἤξερε αὐτός ὁ ἐμπειρότατος καθηγητής τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι ἐάν ὁ ἀρχάριος σιωπήσῃ καί ἀδολεσχήσῃ στήν εὐχή, θά βάλῃ καλή ἀρχή καί θά ἔχῃ πλούσιες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, διότι, τόνιζε:
«Ὀφείλει ὁ μοναχός εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὅ,τιδήποτε νά φωνάζῃ ἀδιαλείπτως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κατερχόμενο στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσῃ τόν δράκοντα, θά σώσῃ καί θά ζωοποιήσῃ τήν ψυχή. Νά ἐπιμένῃς, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιῇ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα».
Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε:
Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες. Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος. Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή, κι᾿ ἔτσι σιγά -σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».
Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε:
«Μόλις ἀνοίξετε τά μάτια, ἀμέσως τήν εὐχή. Μήν ἀφήσετε τό μυαλό σας νά πετάῃ ἐδῶ καί κεῖ καί χάνετε τήν ὧρα σας, πού εἶναι πολύτιμη γιά τήν εὐχή. Ὅταν ἔτσι βιάσετε τόν ἑαυτό σας, θά σας βοηθήσῃ κι᾿ ὁ Θεός νά γίνῃ μία ἁγία συνήθεια μέ τό ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχή νά παίρνη τήν πρώτη θέσι γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Στήν συνέχεια θά ἐργάζεσθε καί θά λέτε τήν εὐχή. Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, πού προφέρει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμι, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει».
Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κατάνυξι καί τόσα δάκρυα, πού δέν περιγράφονται. Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία. Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία –ἐν αἰσθήσει– τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα. Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του. Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ. Περιπολοῦσε στά οὐράνια. Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο. Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
«Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!
Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;
Πῶς τόν μεταποιεῖ;
Πῶς τόν ἀλλάζει;
Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»
Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας:
«Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»
Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους. Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!! Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:
Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.
Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία». Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.
Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;»
Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο. Οὕτω πως καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Κύριος, πού δίνει «εὐχήν τῷ εὐχομένῳ,» βλέποντας τήν καλή προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου, δίνει κατόπιν καί τά βραβεῖα.
Καί μετά, ἀπό τήν προφορική ἐπίκλησι, ἡ εὐχή γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στόν νοῦ καί τήν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρίς νά κάνῃ προσπάθεια. Σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο καί ἀμέσως ἀρxίζει ἡ εὐχή μόνη της!
Πρῶτα ἀρχίζει μέ τήν προσπάθεια νά τήν λέῃ προφορικά. Καί ἀφοῦ μέ τήν μπουλντόζα τῆς προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξῃ ὁ δρόμος, μετά περπατᾷ ἄνετα μέ τό αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορική ἐπίκλησις ἀνοίγει τόν δρόμο στό νοῦ καί ἡ εὐχή ἀρχίζει κατόπιν νά προφέρεται μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
Κι᾿ ἄν ἡ εὐχή προχωρῇ βαθύτερα καί προοδευτικότερα, κάτι πού ἀνήκει στούς κατ᾿ ἐξοχήν μεγάλους νηπτικούς Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλά κανονική λεωφόρος μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τό ὄνομα τοῦ Χριστῦ, τότε γίνεται τό μεγάλο πανηγύρι, μέ μεγάλα ὀφέλη, μέ μεγάλα πνευματικά πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ μοναχός τόν κεκρυμμένο μαργαρίτη, τόν πνευματικό θησαυρό καί μοιάζει μέ τόν σοφό ἔμπορο πού ἀντάλλαξε τά πάντα: περιουσίες, μόρφωσι, κοσμική δόξα, οἰκείους, πατρίδα καί τέλος ἀκόμα καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, γιά νά ἀγοράσῃ αὐτόν τόν κεκρύμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καί νά γίνῃ πάμπλουτος πνευματικά. Ἀλλά ξεκινάει ἀπό μικροπωλητής. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ἡ προφορική ἐπίκλησις τῆς εὐχῆς.
Ἄμα δέν ἐπιμέναμε στήν προφορική εὐχή καί τήν σιωπή, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς μας θά γύριζε ὅλα τά σοκάκια καί θά ἔφερνε ὅλα τά σκουπίδια τῆς φαντασίας στήν καρδιά.
Ἄν δέν μᾶς ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾿ αὐτόν τόν μεγάλο Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θά διάβάζαμε. Καί ναί μέν οἱ ἀκολουθίες εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμες γιά τήν πνευματική ἀσθένειά μας, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δύναμι νά κατευνάσουν τά πάθη, ὅπως ἡ Νοερά προσευχή. Κι᾿ αὐτό γιά τρεῖς λόγους:
Πρῶτον, διότι μέ τήν Νοερά προσευχή ὁ νοῦς δέν περισπᾶται σέ πολλά λόγια ὅπως στίς ἀκολουθίες, ἀλλά συγκεντρώνεται μόνο σέ λίγες λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τήν εὐχή μέ περισσότερη ἄνεσι καί εἰσέρχεται μαζί της μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς.
Δεύτερον, διότι τήν εὐχούλα ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως μορφώσεως καί πνευματικοῦ ἐπιπέδου, μπορεῖ νά τήν λέγῃ. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νά ξέρῃς οὔτε τό τυπικό οὔτε μουσική. Ἔτσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾿ ὅλους.
Καί τρίτον, διότι τήν εὐχή μπορεῖς νά τήν λές ὅλη μέρα καί ὁπουδήποτε. Δέν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἤ κατάστασις, κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά προσευχηθῇς. Μά στήν ἐκκλησία εἶσαι, μά στό κελλί σου εἶσαι, μά στήν δουλειά εἶσαι, μά στόν δρόμο εἶσαι, μά στό νοσοκομεῖο εἶσαι, μά στήν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπό τίποτα δέν ἐμποδίζεται, τά πάντα ἁγιάζει καί τά δαιμόνια τήν φοβοῦνται.
Συνέβη τό ἀκόλουθο γεγονός πού ἐνίσχυσε μέσα μου τήν πίστι στήν δύναμι καί τήν ἀξία τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος. Καθώς δουλεύαμε μαζί, τόν δίδαξα νά λέῃ τήν εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιά νά ἀποφύγω τήν ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενής νά λέῃ τήν εὐχούλα. Καί πάνω πού ἄρχισε νά τήν λέῃ τόν ἔπιασε τό δαιμόνιο καί φώναζε:
-Πήγαινε στόν Ἑσπερινό, ἄσε τό κομποσχοίνιιιιι!
Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε πώς μέ τήν εὐχούλα μιλοῦμε δυναμικά μέ τόν Θεό. Βέβαια, κανείς δέν πρέπει νά πολυδίνῃ σημασία στά λόγια τῶν δαιμόνων, καί τοῦτο διότι οἱ δαίμονες εἶναι ψεῦτες καί ἀνθρωποκτόνοι καί σπανίως λένε κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μέ τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερό πώς τά δαιμόνια δέν συμπαθοῦν καθόλου νά προφέρεται μέ ζέσι καρδιᾶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λάτρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.
Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου. Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή. Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε. Τοῦ λέω:
Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή.
Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου! Λέγε την. Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.
Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ. Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ. «Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή. Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου. Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία. Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;
Νά 'ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.
Δέν παθαίνεις τίποτε!
Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ εὐχή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»! Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:
«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω».
Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:
«Κρατᾶτε τήν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτή θά σᾶς σώσῃ. Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».
Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς.
Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας.
Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας: νά μᾶς σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον».
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: "Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης" – Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου.